σύμφωνο
Προφορά
Ετυμολογία
σύμφωνο αρχαία ελληνική σύμφωνον, └ουδ┘ του επιθέτου σύμφωνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύμφωνο
✦ γράμμα του αλφαβήτου που δεν μπορεί μόνο του να σχηματίσει συλλαβή
✦ είδος συμβολαίου, συμφωνητικό
✦ (διεθν. δίκ.) πράξη με την οποία δύο ή περισσότερα κράτη ρυθμίζουν τις σχέσεις τους: σύμφωνο φιλίας – εμπορικής συνεργασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–