σύμπλεγμα
Προφορά
Ετυμολογία
σύμπλεγμα μεταγενέστερη ελληνική σύμπλεγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύμπλεγμα
✦ ό,τι προήλθε από πλοκή, σύνδεση δύο η περισσοτέρων πραγμάτων
✦ γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση με πρόσωπα, ζώα ή φυτά αρμονικά συμπλεγμένα μεταξύ τους
✦ μονόγραμμα από κεφαλαία γράμματα
✦ σύστημα διακλαδώσεως δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, ποταμών κτλ.
✦ (ψυχολ.) απώθηση στο υποσυνείδητο δυσάρεστων βιωμάτων, που δημιουργούν στον πάσχοντα το αίσθημα της κατωτερότητας, κόμπλεξ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–