σύμπηξη
Προφορά
Ετυμολογία
σύμπηξη αρχαία ελληνική σύμπηξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σύμπηξη
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του συμπηγνύω, στερεή σύνδεση
✦ (συνεκδ.) συγκρότηση, ίδρυση: απεφασίσθη η σύμπηξη νέου κόμματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–