σύμβολο
Προφορά
Ετυμολογία
σύμβολο αρχαία ελληνική σύμβολον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σύμβολο
✦ σημείο, σχήμα, εικόνα κτλ. με τα οποία υποδηλώνονται ή παριστάνονται ορισμένες έννοιες, πράγματα ή γεγονότα
✦ (μυθολ. – κοινωνιολ.) αντικείμενο ή εικόνα με μαγική ή μυστική αξία, που έχει την ιδιότητα να δημιουργεί αλληλουχίες ιδεών: μύθοι και σύμβολα
✦ (για πρόσ.) αυτός που ενσαρκώνει μια ιδέα, ιδιότητα κτλ. με παραδειγματικό τρόπο: σύμβολο αυτοθυσίας
✦ έμβλημα
✦ συντομογραφία, συνθηματική παράσταση που χρησιμοποιείται στις τέχνες και τις επιστήμες
✦ (μουσ.) σημάδι που παριστάνει γραπτά, μουσικό φθόγγο
✦ (θρησκ.) σύμβολο πίστεως, σύντομο κείμενο όπου αναφέρονται τα βασικά δόγματα της χριστιανικής πίστης, το «πιστεύω»
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–