σύγχυση


σύγχυση
Προφορά

Ετυμολογία
σύγχυση αρχαία ελληνική σύγχυσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σύγχυση

✦ ανακάτωμα, μπέρδεμα
✦ έλλειψη σαφήνειας
✦ ψυχική ταραχή
✦ (νομ.) συσκοτισμός της διάνοιας που ελαφρύνει ή αίρει τον καταλογισμό: πλήρης σύγχυση – μέτρια σύγχυση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.