σωφροσύνη
Προφορά
Ετυμολογία
σωφροσύνη αρχαία ελληνική σωφροσύνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σωφροσύνη
✦ η ιδιότητα του σώφρονος, σύνεση, φρόνηση
✦ εγκράτεια, διατήρηση της αγνότητας
Συνώνυμα
εχεφροσύνη, φρονιμάδα
Αντίθετα
αφροσύνη, αμυαλιά
Επιρρήματα
–