σωφρονιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
σωφρονιστικός μεταγενέστερη ελληνική σωφρονιστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σωφρονιστικός -ή, -ό
✦ κατάλληλος να σωφρονίζει
✦ σωφρονιστικό σύστημα, το σύνολο των κανόνων που θεσπίζει η πολιτεία για την ηθική βελτίωση των φυλακισμένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–