σωτηρία


σωτηρία
Προφορά

Ετυμολογία
σωτηρία αρχαία ελληνική σωτηρία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σωτηρία

✦ απαλλαγή από κακό, απελευθέρωση, λύτρωση, γλιτωμός: φρ. δεν έχει σωτηρία, δε γλιτώνει με τίποτα
✦ φρ. σανίδα σωτηρίας, σωστική βοήθεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.