σωτήριος


σωτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
σωτήριος αρχαία ελληνική σωτήριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σωτήριος -α, -ο

✦ που σώζει, σωστικός
✦ σωτήριον έτος, το υπολογιζόμενο με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού

Συνώνυμα

Αντίθετα
ολέθριος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.