σωτήρας Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply σωτήραςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/σωτήρας.mp3Ετυμολογίασωτήρας αρχαία ελληνική σωτήρ Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο σωτήρας ✦ αυτός που σώζει κάποιον από συμφορά, καταστροφή ή θάνατο ✦ Σωτήρας (του κόσμου), ο Χριστός Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–