σωστός


σωστός
Προφορά

Ετυμολογία
σωστός μεταγενέστερη ελληνική σωστός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σωστός -ή, -ό

✦ ακέραιος, ολόκληρος, μετρημένος με ακρίβεια
(μτφ. ) ορθός, χωρίς ατέλειες ή λάθη
(μτφ. ) δίκαιος, άψογος
✦ αναπτυγμένος στην εντέλεια
✦ ουδ. το σωστό ως ουσ., ορθός και δίκαιος λόγος ή πράξη
✦ φρ. δεν είναι με τα σωστά του, παραλογίζεται – το σωστό σωστό, η αλήθεια πρέπει να ομολογείται

Συνώνυμα

Αντίθετα
σφαλερός, λαθεμένος
Επιρρήματα
σωστά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.