σωστικός


σωστικός
Προφορά

Ετυμολογία
σωστικός αρχαία ελληνική σωστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σωστικός -ή, -ό

✦ που σώζει, σωτήριος: σωστική επέμβαση – σωστικά μέσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σωστικά (Κ σωστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.