σωριάζω


σωριάζω
Προφορά

Ετυμολογία
σωριάζω σωρός

Ερμηνεία
ρήμα σωριάζω

✦ συσσωρεύω
✦ (μέσ.) σωριάζομαι, πέφτω σαν άψυχο σώμα, καταρρέω: κι ώρα την ώρα πρόσμενα να σωριαστώ βαριά στη χιονισμένη στράτα (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.