σωρευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
σωρευτικός αρχαία ελληνική σωρευτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σωρευτικός -ή, -ό
✦ που αναφέρεται στη συσσώρευση, συγκέντρωση πραγμάτων στο ίδιο μέρος
✦ ο αναφερόμενος σε μια διαδοχικώς αθροιστική διαδικασία: σωρευτική δράση φαρμάκου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σωρευτικά (Κ σωρευτικώς)