σωρείτης
Προφορά
Ετυμολογία
σωρείτης μεταγενέστερη ελληνική σωρείτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σωρείτης
✦ είδος σύνθετου συλλογισμού του οποίου οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία, μπορούν να αναλυθούν σε απλούς συλλογισμούς
✦ (μετεωρ.) εξογκωμένο νέφος σκοτεινό στο κέντρο και λευκό στα άκρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–