σωματώδης


σωματώδης
Προφορά

Ετυμολογία
σωματώδης αρχαία ελληνική σωματώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ σωματώδης -ης, -ες

✦ που έχει μεγάλο σώμα

Συνώνυμα
εύσωμος, μεγαλόσωμος
Αντίθετα
μικρόσωμος, μικροκαμωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.