σωματοτρόπος


σωματοτρόπος
Προφορά

Ετυμολογία
σωματοτρόπος σώμα + τρέπω

Ερμηνεία
επίθετο┘ σωματοτρόπος -ος, -ο

✦ σωματοτρόπος ορμόνη, ορμόνη της υποφύσεως που επενεργεί στην αύξηση του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.