σωματικός
Προφορά
Ετυμολογία
σωματικός αρχαία ελληνική σωματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σωματικός -ή, -ό
✦ ο του σώματος: σωματικός πόνος – σωματική άσκηση
✦ που ασκείται στο σώμα: σωματική έρευνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σωματικά (Κ σωματικώς)