σφαγιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
σφαγιάζω αρχαία ελληνική σφαγιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σφαγιάζω
✦ σφάζω ιδ. ζώα για θυσία, θυσιάζω: στο σπίτι ο Ανθεμόκριτος βρίσκει ευκαιρία να σφαγιάσει νωρίτερα απ’ ό,τι υπολόγιζε το ερίφιο (Ν. Χουρμουζιάδης)
✦ σφάζω, σκοτώνω: σφαγιάστηκαν τόσοι άνθρωποι στο όνομα της ελευθερίας
✦ (μτφ. ) καταπατώ: σφαγιάζονται τα δίκαιά μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–