σφαγέας


σφαγέας
Προφορά

Ετυμολογία
σφαγέας αρχαία ελληνική σφαγεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σφαγέας

✦ αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή ζώων που προορίζονται για κατανάλωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.