συχώριο
Προφορά
Ετυμολογία
συχώριο μεσαιωνική ελληνική συχώριον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συχώριο
✦ η συχώρεση νεκρού από τον Θεό, άφεση αμαρτιών
✦ φρ. μπουκιά και συχώριο, πολύ νόστιμο φαγητό· (κ. μτφ.) πολύ ελκυστική γυναίκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–