συχνουρία


συχνουρία
Προφορά

Ετυμολογία
συχνουρία συχνά + ουρώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συχνουρία

✦ η συχνή ούρηση, ιδ. από παθολογική αιτία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.