συντοπίτης


συντοπίτης
Προφορά

Ετυμολογία
συντοπίτης μεταγενέστερη ελληνική επίθετο σύντοπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συντοπίτης

✦ θηλ. συντοπίτισσα ο από τον ίδιον τόπο, συμπατριώτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.