συντονιστικός


συντονιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
συντονιστικός συντονιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ συντονιστικός -ή, -ό

✦ που συντονίζει ενέργειες, εκτελέσεις προγραμμάτων κτλ.: συντονιστική επιτροπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.