συντονισμός
Προφορά
Ετυμολογία
συντονισμός συντονίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο συντονισμός
✦ εναρμόνιση, τακτοποίηση των λεπτομερειών ενέργειας, προγράμματος κτλ.
✦ (μουσ.) συμφωνία του τόνου
✦ (ηλεκτρ.) η ρύθμιση της συχνότητας περιοδικών φαινομένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–