συντονίζω


συντονίζω
Προφορά

Ετυμολογία
συντονίζω σύντονος

Ερμηνεία
ρήμα συντονίζω

✦ ενεργώ έτσι ώστε να επιτύχω συμφωνία του τόνου ή του ρυθμού δύο πραγμάτων
✦ (γεν.) ρυθμίζω, κανονίζω, εναρμονίζω τις λεπτομέρειες προγράμματος, έργου κτλ. για την αρτιότερη και καλύτερη εκτέλεση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.