συντομεύω


συντομεύω
Προφορά

Ετυμολογία
συντομεύω μεταγενέστερη ελληνική συντομεύω

Ερμηνεία
ρήμα συντομεύω

✦ περιορίζω κάτι σε έκταση, σε διάρκεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
επεκτείνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.