συντηρητικός
Προφορά
Ετυμολογία
συντηρητικός μεταγενέστερη ελληνική συντηρητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συντηρητικός -ή, -ό
✦ κατάλληλος για συντήρηση, για διαφύλαξη από τη φθορά, την αλλοίωση κτλ.
✦ οπαδός του συντηρητισμού και γεν. άνθρωπος με παλιές αντιλήψεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προοδευτικός, νεοτεριστής, ριζοσπαστικός
Επιρρήματα
συντηρητικά (Κ συντηρητικώς)