συντεχνίτισσα


συντεχνίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
συντεχνίτισσα μεταγενέστερη ελληνική συν-τεχνίτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συντεχνίτισσα

✦ θηλ. συντεχνίτισσα ομότεχνος, που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.