συντεταγμένη
Προφορά
Ετυμολογία
συντεταγμένη αρχαία ελληνική συντεταγμένη, └θηλ┘ μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος συντάσσω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συντεταγμένη
✦ καθένα από τα στοιχεία με τα οποία καθορίζεται γεωμετρικά η θέση ενός σημείου σε επίπεδη επιφάνεια ή στο διάστημα
✦ γεωγραφικές συντεταγμένες, το γεωγραφικό πλάτος και μήκος ενός τόπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–