συντελώ
Προφορά
Ετυμολογία
συντελώ αρχαία ελληνική συν-τελέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συντελώ -είς, -εί
✦ συμβάλλω, συντείνω, χρησιμεύω σε κάτι, συμπληρώνω, αποτελειώνω
✦ (μέσ.) συντελούμαι, πραγματοποιούμαι: έχει συντελεσθεί σημαντικό έργο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–