συνταυτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συνταυτίζω συν + ταυτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνταυτίζω
✦ ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο
✦ (μέσ.) συνταυτίζομαι, έχω τις ίδιες αντιλήψεις, ιδέες, απόψεις κτλ. με κάποιον άλλον: συνταυτίζονται σε θέματα εξωτερικής πολιτικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–