συνταρακτικός
Προφορά
Ετυμολογία
συνταρακτικός συνταράσσω
Ερμηνεία
συνταρακτικός
✦ κ. συνταραχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) που συνταράζει την ψυχή, συγκλονιστικός: συνταρακτικό γεγονός – συνταρακτική είδηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συνταρακτικά κ.συνταραχτικά (Κ συνταρακτικώς)