συνταράζω


συνταράζω
Προφορά

Ετυμολογία
συνταράζω αρχαία ελληνική συνταράσσω

Ερμηνεία
συνταράζω

✦ κ. συνταράσσω ρ. (συντάρ-αξα, -άχτηκα, -αγμένος) ανακατώνω
✦ (εύχρ. ιδ. μτφ.) προκαλώ έντονη συγκίνηση, συγκλονίζω: συνταραζόμαστε κι εμείς…, από διαδοχικές κρίσεις, αποκαλυπτικές εφευρέσεις και φόβους (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.