συντακτικός
Προφορά
Ετυμολογία
συντακτικός μεταγενέστερη ελληνική συντακτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συντακτικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη σύνταξη του λόγου: συντακτικό σφάλμα
✦ ο σχετικός με τη σύνταξη ή τη μεταρρύθμιση του καταστατικού χάρτη μιας πολιτείας: συντακτική συνέλευση (η καλούμενη για την ψήφιση συντάγματος)
✦ (γραμμ.) ο αναφερόμενος στη σύνταξη
✦ ο σχετικός με τη σύνταξη εφημερίδας, λεξικού ή άλλης έκδοσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συντακτικά (Κ συντακτικώς)