συντακτικό


συντακτικό
Προφορά

Ετυμολογία
συντακτικό └ουδ┘ του επιθέτου συντακτικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το συντακτικό

✦ το μέρος της γραμματικής που αναφέρεται στη σύνταξη του λόγου και τους κανόνες της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.