συνταγματικός
Προφορά
Ετυμολογία
συνταγματικός μεταγενέστερη ελληνική συνταγματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συνταγματικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στο σύνταγμα μιας χώρας: συνταγματικό δίκαιο
✦ ο σύμφωνος με το σύνταγμα
✦ ο παρεχόμενος από το σύνταγμα: συνταγματικές ελευθερίες
✦ που διοικεί ή διοικείται με βάση το σύνταγμα: συνταγματική βασιλεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αντισυνταγματικός
Επιρρήματα
συνταγματικά (Κ συνταγματικώς)