συντάκτρια


συντάκτρια
Προφορά

Ετυμολογία
συντάκτρια μεταγενέστερη ελληνική συντάκτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συντάκτρια

✦ θηλ. συντάκτρια (Κ συντάκτις, -ιδος) πρόσωπο που συντάσσει ή συνέταξε γραπτό κείμενο: συντάκτης λεξικού
✦ ο επαγγελματίας δημοσιογράφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.