συνοδοιπόρος


συνοδοιπόρος
Προφορά

Ετυμολογία
συνοδοιπόρος αρχαία ελληνική συν-οδοιπόρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η συνοδοιπόρος

✦ σύντροφος σε οδοιπορία
(μτφ. ) ο ιδεολογικά συμπορευόμενος με άλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.