συνοδεύω


συνοδεύω
Προφορά

Ετυμολογία
συνοδεύω μεταγενέστερη ελληνική συνοδεύω

Ερμηνεία
ρήμα συνοδεύω

✦ συμβαδίζω με κάποιον, συμπορεύομαι
✦ ακολουθώ κάποιον τιμητικά ή για φρούρηση, ασφάλεια, καθοδήγηση κτλ.
✦ (για πράγματα) στέλνω κάτι μαζί με άλλο
✦ γίνομαι, δίνομαι, στέλνομαι, εμφανίζομαι, υπάρχω, ενεργώ μαζί με άλλον ή άλλους
✦ (για φαγητό) συμπληρώνω το κύριο γεύμα, γαρνίρω: το ψάρι συνοδεύεται με λαχανικά
✦ επακολουθώ: η φτώχεια συνοδεύεται από γκρίνια
✦ (μουσ.) ακομπανιάρω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.