συνοδεία


συνοδεία
Προφορά

Ετυμολογία
συνοδεία μεταγενέστερη ελληνική συνοδεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνοδεία

✦ μετάβαση μαζί με άλλον, συνοδοιπορία
✦ σύνολο ατόμων που συνοδεύουν κάποιον είτε σε ένδειξη τιμής είτε για τη φύλαξη ή φρούρησή του: εξ ιερέων και λαϊκών μια συνοδεία (Κ. Καβάφης)
✦ εφοδιοπομπή
✦ νηοπομπή
✦ μουσική υπόκρουση, ακομπανιαμέντο

Συνώνυμα
ακολουθία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.