συννεφιάζω


συννεφιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
συννεφιάζω μεσαιωνική ελληνική συννεφιάζω

Ερμηνεία
ρήμα συννεφιάζω

✦ (για τον ουρανό) σκεπάζομαι από σύννεφα
✦ (μτφ. για πρόσ.) σκυθρωπάζω από θλίψη, οργή ή δυσαρέσκεια: όψη συννεφιασμένη
✦ γ΄ εν. συννεφιάζει, ο ουρανός σκεπάζεται από σύννεφα

Συνώνυμα

Αντίθετα
αιθριάζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.