συνισταμένη
Προφορά
Ετυμολογία
συνισταμένη └θηλ┘ του συνιστάμενος, μτχ. ενεστ. του συνίσταμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνισταμένη
✦ η δύναμη που προκύπτει από την ένωση πολλών δυνάμεων, εφαρμοσμένων στο ίδιο σημείο· βλ. κ. συνιστώσα
✦ (μτφ. ) συνέπεια, αποτέλεσμα πολλών ενεργειών, δυνάμεων, παραγόντων κτλ.: η επανάσταση δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά η συνισταμένη πολλών παραγόντων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–