συνθλίβω


συνθλίβω
Προφορά

Ετυμολογία
συνθλίβω αρχαία ελληνική συνθλίβω

Ερμηνεία
ρήμα συνθλίβω

✦ συμπιέζω, ζουλώ κάτι: συνθλίβω τα σταφύλια – τις ελιές
(μτφ. ) καταπιέζω κάποιον, καταπνίγω την εκδήλωση συναισθημάτων, την ανάπτυξη δραστηριοτήτων: η ζωή στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις συνθλίβει τον άνθρωπο
(μτφ. ) μειώνω τις αντοχές (οικονομικές, ηθικές κτλ.) κάποιου: οι φόροι συνθλίβουν τους πολίτες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.