συναλλακτικός
Προφορά
Ετυμολογία
συναλλακτικός μεταγενέστερη ελληνική συναλλακτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συναλλακτικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στις συναλλαγές
✦ συναλλακτικά ήθη, (οικον.) οι επικρατούντες τρόποι ενέργειας, κατά τις συναλλαγές, είτε σε ορισμένη κατηγορία συναλλαγών, είτε σε ορισμένο επαγγελματικό κύκλο, είτε σε ορισμένη περιοχή
✦ συναλλακτικό δίκαιο, σύνολο κανόνων που διέπουν τις συναλλαγές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–