συνακρόαση
Προφορά
Ετυμολογία
συνακρόαση συνακροώμαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συνακρόαση
✦ το να ακούει κανείς μαζί με κάποιον άλλον
✦ η λ. χρησιμοποιείται ιδ. στις τηλεφων. συνδιαλέξεις, όταν από μπέρδεμα των γραμμών, ακούει κανείς την τηλεφωνική συνδιάλεξη άλλων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–