συνακροώμαι
Προφορά
Ετυμολογία
συνακροώμαι αρχαία ελληνική συν-ακροῶμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συνακροώμαι -άσαι, -άται
✦ ακούω μαζί με άλλον, είμαι συνακροατής με κάποιον
✦ ακούω την τηλεφωνική συνδιάλεξη άλλων, από μπέρδεμα των τηλεφωνικών γραμμών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–