συναισθηματισμός


συναισθηματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
συναισθηματισμός συναίσθημα + κατάλ. -ισμός• μετάφραση του └γαλλ┘ όρου sentimentalisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συναισθηματισμός

✦ η κυριαρχία του συναισθήματος, η τάση ενός ανθρώπου να ενεργεί με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική: κοιτάζοντας κατάματα χωρίς συγκατάβαση και χωρίς συναισθηματισμούς την πείρα της ζωής μας ολόκληρη (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.