συναισθάνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
συναισθάνομαι αρχαία ελληνική συναισθάνομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συναισθάνομαι
✦ κατανοώ κάτι με τη συνείδησή μου, έχω τη συναίσθηση
✦ (ψυχολ.) κατέχομαι από ευχάριστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–