συναδέλφωση
Προφορά
Ετυμολογία
συναδέλφωση συναδελφώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συναδέλφωση
✦ δημιουργία αδελφικών δεσμών, συμφιλίωση: δημιουργήθηκε στους δρόμους ένα κλίμα γενικής συναδέλφωσης (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–